αναδρομή

αναδρομή
Τεχνική της λογοτεχνικής γραφής, και ιδίως της αφηγηματικής πεζογραφίας (ονομάζεται επίσης ανάληψη ή αναδρομική αφήγηση). Συνίσταται στο ότι ο συγγραφέας εγκαταλείπει προσωρινά τη χρονολογικά ιεραρχημένη καταγραφή των συμβάντων του μύθου του (ευθύγραμμη αφήγηση) και καταφεύγει στην αφήγηση προγενέστερων γεγονότων. Με την τεχνική αυτή –και εφόσον εφαρμοστεί με επιτυχία– το έργο αποκτά ουσιαστική και αισθητική δυναμική και παύει να είναι μονότονο και, έως έναν βαθμό, προβλεπόμενο. Ακόμα, δίνεται στον αναγνώστη η δυνατότητα να κινηθεί σχεδόν παράλληλα στο παρόν και στο παρελθόν του μύθου και να αισθανθεί και να κατανοήσει τις αλληλουχίες των χρονικών επιπέδων του. Χαρακτηριστική περίπτωση α. συναντούμε στην Οδύσσεια του Ομήρου, και πιο συγκεκριμένα στις διηγήσεις του Οδυσσέα προς τον Αλκίνοο, στο νησί των Φαιάκων. Η τεχνική αυτή, δανεισμένη από το μυθιστόρημα, μεταφέρθηκε επίσης αρκετά συχνά στη γλώσσα του κινηματογράφου, όπου επίσης χρησιμοποιείται και ο συνώνυμος όρος μνήμες.
* * *
η (Α ἀναδρομή)
1. (για υγρά) άνοδος, ανύψωση
2. κίνηση προς τα πίσω, οπισθοχώρηση
νεοελλ.
1. αναπόληση ή επιστροφή στο παρελθόν
2. (στη Μουσ.) επανάληψη ορισμένου κομματιού μουσικής συνθέσεως
3. «κατ’ αναδρομή διηγήματα», αυτά που αρχίζουν από το μέσον τής διηγήσεως και κατόπιν επανέρχονται στην αρχή με επεισόδια
αρχ.
1. μπουμπούκι, βλαστάρι
2. (για την ψυχή) ανύψωση
3. τόπος προφυλάξεως, καταφύγιο
4. ροή προς τα πίσω
5. (για πόνους) ξαφνικός χτύπος, σπασμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναδραμεῖν, απρμφ. αορ. τού ἀνατρέχω.
ΠΑΡ. νεοελλ. αναδρομάρης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἀναδρομῇ — ἀναδρομή running up fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναδρομή — running up fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναδρομή — η 1. άνοδος, ανάβαση: Στα τριχοειδή αγγεία παρατηρούμε αναδρομή των υγρών. 2. επιστροφή σε παλιότερα, σε προηγούμενα: Η συχνή αναδρομή στο ένδοξο παρελθόν δε βοηθά να ξεπεραστεί το άδοξο παρόν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀναδρομαῖς — ἀναδρομή running up fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναδρομαί — ἀναδρομή running up fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναδρομῆς — ἀναδρομή running up fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναδρομήν — ἀναδρομή running up fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναδρομῶν — ἀναδρομή running up fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ποσειδών — I Θεός της ελληνικής μυθολογίας, γιος του Κρόνου και της Ρέας και αδελφός του Δία και του Άδη. Λέγεται, στα νεότερα χρόνια, και Ποσειδώνας. Σύμφωνα με έναν αρχαίο μύθο, κατά τη διανομή του κόσμου μεταξύ των γιων του Κρόνου, δόθηκε στον Π. η… …   Dictionary of Greek

  • κλόνηση — Κίνηση του άξονα της Γης, που εκδηλώνεται ως μία από τις συνέπειες της έλξης της Σελήνης. Όπως η κίνηση της μετάπτωσης των ισημεριών έχει ως συνέπεια τη μετάθεση της τομής του ισημερινού με την εκλειπτική κατά την ανάδρομη φορά, σε περίοδο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”